πολυπόδων

Count: 1

NOM.SG MASC πολύπους NOUN many-footed
octopus

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

πολυπόδων GEN.PL NEUT πολύπους NOUN 24
πολυπόδων GEN.PL FEM πολύπους NOUN 9
πολυπόδων GEN.PL MASC πολύπους NOUN 2
πολυπόδων GEN.PL NEUT πολύπους ADJ 1
πολυπόδων GEN.PL FEM πολύπους ADJ 1
πολυπόδων NOM.SG FEM πολύπους ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

πολύπους NOM.SG MASC πολύπους NOUN 24
πουλύς NOM.SG MASC πολύπους NOUN 8
πουλύπους NOM.SG MASC πολύπους NOUN 3
πουλυπόδων NOM.SG MASC πολύπους NOUN 2
πολύπουϲ NOM.SG MASC πολύπους NOUN 2
Πολύπουϲ NOM.SG MASC πολύπους NOUN 1
iδίπουϲ NOM.SG MASC πολύπους NOUN 1