περίπλεως

Count: 1

ACC.PL MASC περίπλεως NOUN quite full of

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

περίπλεως GEN.SG FEM περίπλεως NOUN 8
περίπλεως GEN.SG NEUT περίπλεως ADJ 2
περίπλεως GEN.SG NEUT περίπλεως NOUN 1
περίπλεως GEN.SG FEM περίπλεως ADJ 1