διαμαρτύρηται

Count: 1

PRES MID 3SG SBJV διαμαρτύρομαι VERB to protest solemnly

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαμαρτύρηται AOR MID 3SG SBJV διαμαρτύρομαι VERB 3
διαμαρτύρηται PRF MID 3SG IND διαμαρτύρομαι VERB 1

Other Forms With Same Analysis

διαμαρτύρωνται PRES MID 3SG SBJV διαμαρτύρομαι VERB 1