μοναρχία

Count: 1

DAT.SG FEM μοναρχία NOUN the rule of one, monarchy, sovereignty

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

μοναρχία NOM.SG FEM μοναρχία NOUN 45
μοναρχία NOM.DU FEM μοναρχία NOUN 3
μοναρχία NOM.SG NEUT μοναρχία NOUN 2
μοναρχία ACC.SG MASC μοναρχία NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

μοναρχίᾳ DAT.SG FEM μοναρχία NOUN 22
πολυαρχίᾳ DAT.SG FEM μοναρχία NOUN 1