Γαστριμαργία

Count: 1

NOM.SG FEM γαστριμαργία NOUN gluttony

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

γαστριμαργία NOM.SG FEM γαστριμαργία NOUN 12
γαϲτριμαργία NOM.SG FEM γαστριμαργία NOUN 3
Γαϲτριμαργία NOM.SG FEM γαστριμαργία NOUN 1