Ὀλυμπιόνικος

Count: 1

NOM.SG FEM ὀλυμπιόνικος NOUN victorious in the Olympic games

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Ὀλυμπιόνικος NOM.SG MASC ὀλυμπιόνικος NOUN 2
Ὀλυμπιόνικος NOM.SG FEM ὀλυμπιόνικος ADJ 1
Ὀλυμπιόνικος NOM.SG MASC ὀλυμπιόνικος ADJ 1