περιγένηναι

Count: 1

AOR MID 3SG SBJV περιγίγνομαι VERB to be superior to; to survive

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

περιγένηται AOR MID 3SG SBJV περιγίγνομαι VERB 34
περιγένηταί AOR MID 3SG SBJV περιγίγνομαι VERB 2
περιγενήσεται AOR MID 3SG SBJV περιγίγνομαι VERB 1