ἐπεισοδιῶδες

Count: 1

NOM.SG NEUT ἐπεισοδιώδης NOUN episodic, incoherent

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἐπεισοδιῶδες NOM.SG NEUT ἐπεισοδιώδης ADJ 5
ἐπεισοδιῶδες ACC.SG NEUT ἐπεισοδιώδης ADJ 4
ἐπεισοδιῶδες PRES ACT ACC.SG NEUT PTCP ἐπεισοδιώδης VERB 1
ἐπεισοδιῶδες PRES ACT NOM.SG NEUT PTCP ἐπεισοδιώδης VERB 1