Στωϊκοῖ

Count: 1

NOM.PL MASC περιπατητικός NOUN walking about while teaching

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

Περιπατητικοὶ NOM.PL MASC περιπατητικός NOUN 37
Περιπατητικοί NOM.PL MASC περιπατητικός NOUN 16
Στωϊκοί NOM.PL MASC περιπατητικός NOUN 7