πολυκέφαλος

Count: 1

GEN.SG MASC πολυκέφαλος NOUN many-headed

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

πολυκέφαλος NOM.SG MASC πολυκέφαλος ADJ 3
πολυκέφαλος NOM.SG FEM πολυκέφαλος ADJ 2