περίπατός

Count: 1

NOM.SG MASC περίπατος NOUN a walking about, walking

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

περίπατος NOM.SG MASC περίπατος NOUN 30
περίπατοϲ NOM.SG MASC περίπατος NOUN 4
Περίπατος NOM.SG MASC περίπατος NOUN 3
Περιπάτων NOM.SG MASC περίπατος NOUN 2
περῖπατος NOM.SG MASC περίπατος NOUN 1