θερμολουσίῃσιν

Count: 1

DAT.PL FEM θερμολουσία NOUN hot bathing

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

θερμολουσίαις DAT.PL FEM θερμολουσία NOUN 3
θερμολουϲίαιϲ DAT.PL FEM θερμολουσία NOUN 2