ἀναμφισβήτητα

Count: 1

ACC.PL NEUT ἀναμφισβήτητος NOUN undisputed, indisputable

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἀναμφισβήτητα ACC.PL NEUT ἀναμφισβήτητος ADJ 3
ἀναμφισβήτητα ACC.SG MASC ἀναμφισβήτητος NOUN 3
ἀναμφισβήτητα ACC.SG FEM ἀναμφισβήτητος NOUN 2
ἀναμφισβήτητα NOM.PL NEUT ἀναμφισβήτητος NOUN 1