δακτύλωι

Count: 1

NOM.PL MASC δάκτυλος NOUN a finger

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

δάκτυλοι NOM.PL MASC δάκτυλος NOUN 177
δάκτυλοί NOM.PL MASC δάκτυλος NOUN 7
Δάκτυλοι NOM.PL MASC δάκτυλος NOUN 4
δακτύλοιν NOM.PL MASC δάκτυλος NOUN 1