ἀνθρώπινα

Count: 1

NOM.SG FEM ἀνθρώπινος NOUN belonging to mankind; human

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἀνθρώπινα ACC.PL NEUT ἀνθρώπινος ADJ 278
ἀνθρώπινα NOM.PL NEUT ἀνθρώπινος ADJ 120
ἀνθρώπινα ACC.PL NEUT ἀνθρώπινος NOUN 29
ἀνθρώπινα ACC.SG MASC ἀνθρώπινος NOUN 12
ἀνθρώπινα NOM.PL NEUT ἀνθρώπινος NOUN 3
ἀνθρώπινα ACC.SG FEM ἀνθρώπινος ADJ 1
ἀνθρώπινα ACC.SG FEM ἀνθρώπινος NOUN 1
ἀνθρώπινα ACC.PL NEUT ἀνθρώπινs ADJ 1
ἀνθρώπινα ACC.PL NEUT ἀνθρώπινus ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

ἀνθρώπινος NOM.SG FEM ἀνθρώπινος NOUN 2
ἀνθρώπινοϲ NOM.SG FEM ἀνθρώπινος NOUN 1
Ἀνθρώπινα NOM.SG FEM ἀνθρώπινος NOUN 1
ἀνθρωπίνη NOM.SG FEM ἀνθρώπινος NOUN 1
Ἀνθρώπινον NOM.SG FEM ἀνθρώπινος NOUN 1
Ἀνθρωπίνη NOM.SG FEM ἀνθρώπινος NOUN 1