πρωτοτόκων

Count: 1

NOM.SG MASC πρωτότοκος NOUN first-born

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

πρωτοτόκων GEN.PL MASC πρωτότοκος NOUN 55
πρωτοτόκων GEN.PL MASC πρωτότοκος ADJ 41
πρωτοτόκων GEN.PL NEUT πρωτότοκος ADJ 6
πρωτοτόκων GEN.PL FEM πρωτότοκος ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

πρωτότοκος NOM.SG MASC πρωτότοκος NOUN 9
Πρωτότοκος NOM.SG MASC πρωτότοκος NOUN 8
πρωτότοκός NOM.SG MASC πρωτότοκος NOUN 3
πρωτοτόκος NOM.SG MASC πρωτότοκος NOUN 3
Πρωτοτόκους NOM.SG MASC πρωτότοκος NOUN 1
Πρωτότοκοϲ NOM.SG MASC πρωτότοκος NOUN 1
Πρωτοτόκοϲ NOM.SG MASC πρωτότοκος NOUN 1
πρωτοτόκοϲ NOM.SG MASC πρωτότοκος NOUN 1