καπνώδης

Count: 1

NOM.PL FEM καπνώδης NOUN smoky

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

καπνώδης NOM.SG FEM καπνώδης ADJ 91
καπνώδης NOM.PL FEM καπνώδης ADJ 30
καπνώδης NOM.PL MASC καπνώδης ADJ 3
καπνώδης NOM.SG MASC καπνώδης ADJ 2
καπνώδης GEN.SG FEM καπνώδης ADJ 2