διαστήματιος

Count: 1

GEN.SG NEUT διάστημα NOUN an interval

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαστήματιος NOM.SG MASC διάστημα NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

διαστήματος GEN.SG NEUT διάστημα NOUN 639
διαστήματός GEN.SG NEUT διάστημα NOUN 21
διαστήματὸς GEN.SG NEUT διάστημα NOUN 2
διαστή|ματος GEN.SG NEUT διάστημα NOUN 1