τριακονταέτης

Count: 1

ACC.PL MASC τριακονταέτης NOUN thirty years old

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

τριακονταέτης NOM.SG MASC τριακονταέτης ADJ 3
τριακονταέτης INDECL τριακονταέτης ADJ 1
τριακονταέτης ACC.PL MASC τριακονταέτης ADJ 1