κατήγοροι

Count: 1

VOC.PL MASC κατήγορος NOUN an accuser

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κατήγοροι NOM.PL MASC κατήγορος ADJ 73
κατήγοροι NOM.PL MASC κατήγορος NOUN 31
κατήγοροι NOM.PL FEM κατήγορος ADJ 2
κατήγοροι VOC.PL MASC κατήγορος ADJ 1