παραλληλόγραμ

Count: 1

NOM.SG NEUT παραλληλόγραμμος NOUN bounded by parallel lines

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

παραλληλόγραμ ACC.SG NEUT παραλληλόγραμμος NOUN 2
παραλληλόγραμ INDECL παραλληλόγραμμος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

παραλληλόγραμμον NOM.SG NEUT παραλληλόγραμμος NOUN 142
παραλληλόγραμμα NOM.SG NEUT παραλληλόγραμμος NOUN 6
παραλληλόγραμμόν NOM.SG NEUT παραλληλόγραμμος NOUN 1
παραλληλόγραμ|μον NOM.SG NEUT παραλληλόγραμμος NOUN 1