διάμετροϲ

Count: 1

NOM.SG MASC διάμετρος NOUN diametrically opposed; diameter

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διάμετροϲ NOM.SG FEM διάμετρος NOUN 3

Other Forms With Same Analysis

διάμετρος NOM.SG MASC διάμετρος NOUN 488
διάμετρός NOM.SG MASC διάμετρος NOUN 40
διάμετρον NOM.SG MASC διάμετρος NOUN 2
Διάμετρος NOM.SG MASC διάμετρος NOUN 1