συνδημιουργὸν

Count: 1

ACC.SG MASC συνδημιουργός NOUN fellow-workman

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

συνδημιουργὸν ACC.SG NEUT συνδημιουργός ADJ 5
συνδημιουργὸν ACC.SG MASC συνδημιουργός ADJ 5
συνδημιουργὸν NOM.SG NEUT συνδημιουργός ADJ 2