μεγαλοπρέπεια

Count: 1

NOM.PL NEUT μεγαλοπρέπεια NOUN magnificence, elevation

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

μεγαλοπρέπεια NOM.SG FEM μεγαλοπρέπεια NOUN 76
μεγαλοπρέπεια NOM.SG FEM μεγαλοπρέπεια ADJ 3
μεγαλοπρέπεια ACC.PL NEUT μεγαλοπρέπεια ADJ 1