περιγίνεται

Count: 1

PRES MID 3PL IND περιγίγνομαι VERB to be superior to; to survive

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

περιγίνεται PRES MID 3SG IND περιγίγνομαι VERB 215

Other Forms With Same Analysis

περιγίνονται PRES MID 3PL IND περιγίγνομαι VERB 60
περιγίγνονται PRES MID 3PL IND περιγίγνομαι VERB 22
Περιγίνονται PRES MID 3PL IND περιγίγνομαι VERB 2
περιγίγνον PRES MID 3PL IND περιγίγνομαι VERB 1
Περιγίγνονται PRES MID 3PL IND περιγίγνομαι VERB 1
περιγίγνωνται PRES MID 3PL IND περιγίγνομαι VERB 1