ἽΠΠΑΡΧΟΣ

Count: 1

NOM.SG MASC ἵππαρχος NOUN a general of cavalry
Hipparchus

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

Ἵππαρχος NOM.SG MASC ἵππαρχος NOUN 124
ἵππαρχος NOM.SG MASC ἵππαρχος NOUN 42
Ἵππαρχός NOM.SG MASC ἵππαρχος NOUN 9
ἵππαρχοϲ NOM.SG MASC ἵππαρχος NOUN 2
Ἱππάρχων NOM.SG MASC ἵππαρχος NOUN 1
Ἵππρχος NOM.SG MASC ἵππαρχος NOUN 1