φαντασία

Count: 1

VOC.DU FEM φαντασία NOUN imagination, the power by which an object is presented

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

φαντασία NOM.SG FEM φαντασία NOUN 972
φαντασία DAT.SG FEM φαντασία NOUN 4
φαντασία VOC.SG FEM φαντασία NOUN 3
φαντασία ACC.SG FEM φαντασία NOUN 2
φαντασία ACC.PL FEM φαντασία NOUN 1
φαντασία NOM.DU FEM φαντασία NOUN 1
φαντασία NOM.SG FEM φαντασία NOUN 1