διαιρετήν

Count: 1

ACC.SG MASC διαιρετός NOUN divided, separated

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαιρετήν ACC.SG FEM διαιρετός NOUN 7
διαιρετήν PRES ACT 2SG IMP διαιρετός VERB 1
διαιρετήν IMPRF ACT 3SG IND διαιρετός VERB 1

Other Forms With Same Analysis

διαιρετὸν ACC.SG MASC διαιρετός NOUN 51
διαιρετόν ACC.SG MASC διαιρετός NOUN 13
διαιρετὰ ACC.SG MASC διαιρετός NOUN 8
διαἱρετήν ACC.SG MASC διαιρετός NOUN 1
διαιρετά ACC.SG MASC διαιρετός NOUN 1
Διαιρετὸν ACC.SG MASC διαιρετός NOUN 1