Θεόφραστο

Count: 1

NOM.SG MASC θεόφραστος NOUN Theophrastus

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

Θεόφραστος NOM.SG MASC θεόφραστος NOUN 429
Θεόφραστός NOM.SG MASC θεόφραστος NOUN 11
θεόφραστος NOM.SG MASC θεόφραστος NOUN 3
Θεόφραστες NOM.SG MASC θεόφραστος NOUN 1