κακόηθες

Count: 1

NOM.SG NEUT κακοήθης NOUN ill-disposed, malicious

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κακόηθες ACC.SG NEUT κακοήθης ADJ 49
κακόηθες NOM.SG NEUT κακοήθης ADJ 48
κακόηθες NOM.SG MASC κακοήθης ADJ 1
κακόηθες NOM.PL FEM κακοήθης NOUN 1
κακόηθες NOM.PL MASC κακοήθης ADJ 1
κακόηθες NOM.SG FEM κακοήθης ADJ 1
κακόηθες ACC.PL FEM κακοήθης ADJ 1