διάβολος

Count: 1

GEN.SG MASC διάβολος NOUN slanderous, backbiting

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διάβολος NOM.SG MASC διάβολος NOUN 447
διάβολος NOM.SG MASC διάβολος ADJ 96
διάβολος NOM.SG FEM διάβολος ADJ 1
διάβολος NOM.SG FEM διάβολος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

διαβόλου GEN.SG MASC διάβολος NOUN 848
Διαβόλου GEN.SG MASC διάβολος NOUN 3
διαβόλου< GEN.SG MASC διάβολος NOUN 1
διαβόλουʼ GEN.SG MASC διάβολος NOUN 1