γαμοστόλος

Count: 1

NOM.SG FEM γαμοστόλος NOUN preparing a wedding

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

γαμοστόλος NOM.SG MASC γαμοστόλος NOUN 9
γαμοστόλος NOM.SG MASC γαμοστόλος ADJ 4
γαμοστόλος GEN.SG MASC γαμοστόλος ADJ 1
γαμοστόλος NOM.SG FEM γαμοστόλος ADJ 1