τανυπτόρθοιο

Count: 1

GEN.SG NEUT τανύπτορθος NOUN branching

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

τανυπτόρθοιο GEN.SG FEM τανύπτορθος ADJ 1
τανυπτόρθοιο GEN.SG MASC τανύπτορθος ADJ 1
τανυπτόρθοιο GEN.SG NEUT τανύπτορθος ADJ 1