σπόρος

Count: 1

VOC.SG NEUT σπόρος NOUN a sowing

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

σπόρος NOM.SG MASC σπόρος NOUN 49
σπόρος ACC.SG NEUT σπόρος NOUN 3
σπόρος NOM.SG NEUT σπόρος NOUN 1
σπόρος NOM.SG MASC σπόρος NOUN 1