στοναχῇσιν

Count: 1

DAT.PL FEM στοναχή NOUN a groaning, wailing

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

στοναχῇσι DAT.PL FEM στοναχή NOUN 6
στοναχαῖς DAT.PL FEM στοναχή NOUN 4
στοναχαῖσί DAT.PL FEM στοναχή NOUN 2
στοναχαῖσιν DAT.PL FEM στοναχή NOUN 1
στοναχαῖσι DAT.PL FEM στοναχή NOUN 1