Διονυσίω γὰρ

Count: 1

GEN.SG MASC διονύσιος NOUN of Dionysus, pr.n. Dionysius

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

Διονυσίου GEN.SG MASC διονύσιος NOUN 415
Chrysippum GEN.SG MASC διονύσιος NOUN 9
Διονύσιος GEN.SG MASC διονύσιος NOUN 2
Διοντσίου GEN.SG MASC διονύσιος NOUN 1
ΔΙονυσίου GEN.SG MASC διονύσιος NOUN 1
Διονθσίου GEN.SG MASC διονύσιος NOUN 1