ουργὸς

Count: 1

NOM.SG MASC δημιουργός NOUN one who works for the people, a skilled workman, handicraftsman

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

δημιουργὸς NOM.SG MASC δημιουργός NOUN 537
δημιουργός NOM.SG MASC δημιουργός NOUN 217
Δημιουργὸς NOM.SG MASC δημιουργός NOUN 40
Δημιουργός NOM.SG MASC δημιουργός NOUN 7
δημιουργὸϲ NOM.SG MASC δημιουργός NOUN 5
δημιουργόϲ NOM.SG MASC δημιουργός NOUN 3
Δημιουργόϲ NOM.SG MASC δημιουργός NOUN 2
δημιουργος NOM.SG MASC δημιουργός NOUN 1
δημιουρ NOM.SG MASC δημιουργός NOUN 1
δημιουργῶν NOM.SG MASC δημιουργός NOUN 1
δημιουργ NOM.SG MASC δημιουργός NOUN 1
δημιουργὰς NOM.SG MASC δημιουργός NOUN 1
δημιοεργὸς NOM.SG MASC δημιουργός NOUN 1