γυναικώδη

Count: 1

NOM.PL NEUT γυναικώδης ADJ woman-like, womanish

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

γυναικώδη ACC.PL NEUT γυναικώδης ADJ 3
γυναικώδη NOM.PL MASC γυναικώδης ADJ 1
γυναικώδη GEN.SG MASC γυναικώδης ADJ 1
γυναικώδη ACC.SG MASC γυναικώδης ADJ 1
γυναικώδη ACC.SG FEM γυναικώδης ADJ 1