καματηρός

Count: 1

NOM.SG MASC καματηρός ADJ toilsome, troublesome, wearisome

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

καματηρὸς NOM.SG MASC καματηρός ADJ 2
καματηρόϲ NOM.SG MASC καματηρός ADJ 2
Καματηρὸς NOM.SG MASC καματηρός ADJ 1