δικασταί⌟

Count: 1

NOM.PL MASC δικαστής NOUN a judge

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

δικασταὶ NOM.PL MASC δικαστής NOUN 185
δικασταί NOM.PL MASC δικαστής NOUN 46
δικαϲταὶ NOM.PL MASC δικαστής NOUN 6
δικαϲταί NOM.PL MASC δικαστής NOUN 6
δικαστ NOM.PL MASC δικαστής NOUN 2
Δικαϲταὶ NOM.PL MASC δικαστής NOUN 1