διπλασίων

Count: 1

NOM.SG FEM διπλάσιος NOUN twofold, double, twice as much as, twice as many as, as long as

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διπλασίων GEN.PL NEUT διπλάσιος ADJ 44
διπλασίων COMP NOM.SG MASC διπλάσιος ADJ 44
διπλασίων COMP NOM.SG FEM διπλάσιος ADJ 40
διπλασίων GEN.PL MASC διπλάσιος ADJ 13
διπλασίων NOM.SG FEM διπλάσιος ADJ 8
διπλασίων NOM.SG MASC διπλάσιος ADJ 5
διπλασίων PRES ACT NOM.SG MASC PTCP διπλάσιος VERB 2
διπλασίων GEN.PL NEUT διπλάσιος NOUN 2
διπλασίων GEN.PL FEM διπλάσιος ADJ 2

Other Forms With Same Analysis

διπλασία NOM.SG FEM διπλάσιος NOUN 59
Διπλασία NOM.SG FEM διπλάσιος NOUN 3
διπλάσιον NOM.SG FEM διπλάσιος NOUN 1
διπλάσιά NOM.SG FEM διπλάσιος NOUN 1