βραχυχρόνιον

Count: 1

NOM.SG NEUT βραχυχρόνιος NOUN of brief duration

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

βραχυχρόνιον NOM.SG NEUT βραχυχρόνιος ADJ 7
βραχυχρόνιον ACC.SG FEM βραχυχρόνιος ADJ 4
βραχυχρόνιον ACC.SG NEUT βραχυχρόνιος ADJ 3
βραχυχρόνιον ACC.SG MASC βραχυχρόνιος ADJ 2