κατηγορεῖσθαλ

Count: 1

PRES MID INF κατηγορέω VERB to speak against, to accuse

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

κατηγορεῖσθαι PRES MID INF κατηγορέω VERB 666
κατηγορεῖσθαί PRES MID INF κατηγορέω VERB 24
κατηγορεισθαι PRES MID INF κατηγορέω VERB 3
κατγορεῖσθαι PRES MID INF κατηγορέω VERB 2
κατηγορείσθαι PRES MID INF κατηγορέω VERB 1
κατηγορεπισθαι PRES MID INF κατηγορέω VERB 1
κατηγορεῖςθαι PRES MID INF κατηγορέω VERB 1
κατηγορεῖσθαιι PRES MID INF κατηγορέω VERB 1
κατηγορῆσθαι PRES MID INF κατηγορέω VERB 1
κατηγοροῦ PRES MID INF κατηγορέω VERB 1