Μυκτηρισμός

Count: 1

NOM.SG MASC μυκτηρισμός NOUN sarcasm

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

μυκτηρισμὸς NOM.SG MASC μυκτηρισμός NOUN 5
μυκτηρισμός NOM.SG MASC μυκτηρισμός NOUN 1