δικαστ

Count: 1

GEN.PL MASC δικαστής NOUN a judge

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δικαστ VOC.PL MASC δικαστής NOUN 2
δικαστ NOM.PL MASC δικαστής NOUN 2
δικαστ ACC.PL NEUT δικαστής NOUN 1
δικαστ NOM.SG MASC δικαστής NOUN 1
δικαστ DAT.PL MASC δικαστής NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

δικαστῶν GEN.PL MASC δικαστής NOUN 327
δικαϲτῶν GEN.PL MASC δικαστής NOUN 4
δικαστέων GEN.PL MASC δικαστής NOUN 2
δικολόγων GEN.PL MASC δικαστής NOUN 2