δικαστ

Count: 1

NOM.SG MASC δικαστής NOUN a judge

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δικαστ VOC.PL MASC δικαστής NOUN 2
δικαστ NOM.PL MASC δικαστής NOUN 2
δικαστ ACC.PL NEUT δικαστής NOUN 1
δικαστ GEN.PL MASC δικαστής NOUN 1
δικαστ DAT.PL MASC δικαστής NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

δικαστὴς NOM.SG MASC δικαστής NOUN 196
δικαστής NOM.SG MASC δικαστής NOUN 76
δικαϲτὴϲ NOM.SG MASC δικαστής NOUN 4
δικαϲτήϲ NOM.SG MASC δικαστής NOUN 3
δικαστῆς NOM.SG MASC δικαστής NOUN 1
δικαστὰς NOM.SG MASC δικαστής NOUN 1
>δικαστὴς NOM.SG MASC δικαστής NOUN 1
δικαϲτὴν NOM.SG MASC δικαστής NOUN 1
δικαστή NOM.SG MASC δικαστής NOUN 1