δικαστ

Count: 1

ACC.PL NEUT δικαστής NOUN a judge

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δικαστ VOC.PL MASC δικαστής NOUN 2
δικαστ NOM.PL MASC δικαστής NOUN 2
δικαστ NOM.SG MASC δικαστής NOUN 1
δικαστ GEN.PL MASC δικαστής NOUN 1
δικαστ DAT.PL MASC δικαστής NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

δικαστή ACC.PL NEUT δικαστής NOUN 2