στυρακίνου

Count: 1

GEN.SG MASC στυλίσκος NOUN a staff

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

στυρακίνου GEN.SG NEUT στυλίσκος ADJ 2
στυρακίνου GEN.SG FEM στυλίσκος NOUN 2
στυρακίνου GEN.SG MASC στυλίσκος ADJ 2
στυρακίνου GEN.SG NEUT στυλίσκος NOUN 1
στυρακίνου GEN.SG FEM στυλίσκος ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

στυλίσκου GEN.SG MASC στυλίσκος NOUN 2