χρόνια

Count: 1

NOM.SG FEM πολυχρόνιος ADJ long-existing, of olden time, ancient

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

χρόνια ACC.PL NEUT πολυχρόνιος NOUN 56
χρόνια ACC.PL NEUT πολυχρόνιος ADJ 29
χρόνια NOM.PL NEUT πολυχρόνιος ADJ 26
χρόνια NOM.PL NEUT πολυχρόνιος NOUN 24
χρόνια GEN.SG MASC πολυχρόνιος NOUN 2
χρόνια ACC.PL NEUT χρόνιus NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

πολυχρόνιος NOM.SG FEM πολυχρόνιος ADJ 24
πολυχρόνιοϲ NOM.SG FEM πολυχρόνιος ADJ 3
χρόνιός NOM.SG FEM πολυχρόνιος ADJ 3
πολυχρόνιός NOM.SG FEM πολυχρόνιος ADJ 1
πολυχρόνιά NOM.SG FEM πολυχρόνιος ADJ 1
πολυχρονία NOM.SG FEM πολυχρόνιος ADJ 1