ξυμμαχικὸν

Count: 1

ACC.SG NEUT συμμαχικός NOUN of or for alliance

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ξυμμαχικὸν ACC.SG NEUT συμμαχικός ADJ 13
ξυμμαχικὸν ACC.SG MASC συμμαχικός ADJ 2

Other Forms With Same Analysis

μισθοφορικὸν ACC.SG NEUT συμμαχικός NOUN 3
συμμαχικ ACC.SG NEUT συμμαχικός NOUN 1